- κοσμοδιοικητικός
- κοσμο-διοικητικός, ή, όν,A governing the world, Stob.2.7.3 f.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κοσμοδιοικητικός — κοσμοδιοικητικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που διοικεί τον κόσμο 2. το ουδ. ως ουσ. τό κοσμοδιοικητικόν η διακυβέρνηση τού κόσμου … Dictionary of Greek
κοσμοδιοικητικόν — κοσμοδιοικητικός governing the world masc acc sg κοσμοδιοικητικός governing the world neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοσμ(ο)- — (ΑM κοσμ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που δηλώνει: 1. το σύνολο τών ανθρώπων, την οικουμένη (πρβλ. κοσμοκράτης, κοσμοξακουσμένος): 2. την επίγεια ζωή (πρβλ. κοσμόβιος, κοσμοκαλόγερος) 3. το σύμπαν, το στερέωμα, το διάστημα (πρβλ.… … Dictionary of Greek